μεταλλεύσεις

μεταλλεύσεις
μετάλλευσις
mining operations
fem nom/voc pl (attic epic)
μετάλλευσις
mining operations
fem nom/acc pl (attic)
μεταλλεύω
get by mining
aor subj act 2nd sg (epic)
μεταλλεύω
get by mining
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετάλλευση — η (Α μετάλλευσις) [μεταλλεύω] η αναζήτηση και εξόρυξη μεταλλεύματος, εκμετάλλευση, μεταλλεία στον πληθ. αἱ μεταλλεύσεις τα μεταλλευτικά έργα …   Dictionary of Greek

  • μεταλλεύω — (ΑM μεταλλεύω) ανασκάπτω μεταλλείο, εξορύσσω μετάλλευμα, εξάγω από τη γη μέταλλο («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ) νεοελλ. μσν. (ενεργ. και μέσ.) εκμεταλλεύομαι μεταλλεία ή μεταλλοφόρα στρώματα αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον να εργάζεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”